Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζεύξιμο — το βλ. ζεύξιμος … Dictionary of Greek
ζέψιμο — και ζεύξιμο, το [ζεύω] η ζεύξη … Dictionary of Greek
ζεύξιμος — η, ο [ζευγνύω] 1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο τού οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο το ζέψιμο, η ζεύξη … Dictionary of Greek